- κρύσταλλοι
- κρύσταλλοςicemasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιοντικοί κρύσταλλοι — Κρύσταλλοι, τα συστατικά στοιχεία των οποίων είναι φορτισμένα ιόντα που ενώνονται μεταξύ τους με ιοντικές (ηλεκτροστατικές) αλληλεπιδράσεις. Τα ιόντα των ι.κ. μπορεί να είναι μονοατομικά ή πολυατομικά. Παραδείγματα ι.κ. αποτελούν οι κρύσταλλοι… … Dictionary of Greek
μονοαξονικοί κρύσταλλοι — Κρύσταλλοι που ανήκουν στα τετραγωνικά, ρομβοεδρικά και εξαγωνικά συστήματα. Είναι διπλοθλαστικοί κρύσταλλοι, όχι όμως για το φως που περνά μέσα από αυτούς κατά τη διεύθυνση του κύριου κρυσταλλογραφικού άξονα (κατά τη διεύθυνση αυτή παρατηρείται… … Dictionary of Greek
ισόμορφοι κρύσταλλοι — Στερεά κρυσταλλικά σώματα που παρουσιάζουν μεγάλες αναλογίες όσον αφορά τις κρυσταλλικές τους μορφές και τη χημική τους σύσταση, και τα οποία μπορούν να σχηματίσουν μια σειρά από στερεά διαλύματα ή μεικτούς κρυστάλλους (συγκρυστάλλωση).… … Dictionary of Greek
κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… … Dictionary of Greek
διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… … Dictionary of Greek
άλατα — Στη χημική ορολογία ορίζονται ως ά. χημικές ενώσεις, που το μόριό τους αποτελείται από μέταλλο και από αλατογονικό υπόλειμμα ενός οξέος, δηλαδή από ό,τι μένει όταν από το μόριο ενός οξέος αφαιρεθεί το υδρογόνο. Για να διασαφηνιστεί η σύσταση… … Dictionary of Greek
γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… … Dictionary of Greek
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek
κρυστάλλωση — Σύνολο διεργασιών που αποσκοπούν στην επίτευξη της κρυσταλλικής κατάστασης της ύλης κατά τη μετάβασή της σε στερεά μορφή. Η κ. πραγματοποιείται είτε για να απαλλαγεί ένα μείγμα από τυχόν ακαθαρσίες είτε για να διαχωριστούν τα διάφορα συστατικά… … Dictionary of Greek